- προσνέμω
- Α[νέμω]1. αφιερώνω σε κάποιον κάτι («τοὺς δὲ γυμνικούς, κατὰ τὸ πρέπον προσνέμοντας τοῑς θεοῑς», Πλάτ.)2. προσθέτω3. (σχετικά με τμήματα γης) προσαρτώ («καὶ τὴν τῶν Μεγαρέων πόλιν διαπραξάμενος προσένειμε τοῑς Ἀχαιοῑς», Πολ.)4. (για βοσκό) βόσκω τα πρόβατα κοντά σε έναν τόπο5. (μέσ. και παθ.) προσνέμομαια) προσδίδω, παρέχωβ) αφιερώνω γ) συντάσσομαι με κάποιονδ) συμμορφώνομαι, προσαρμόζομαι («προσνέμεται ὁ φίλος τοῑς πράγμασι οὐ τὰ πράγματα τοῑς φίλοις», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.